Το “Κομπολογάκι” ξεκινάει το ταξίδι του πίσω στο χρόνο, με σκοπό να ανακαλύψει τις ρίζες και την εξέλιξη του κομπολογιού. Το ίδιο αποτελεί εξέλιξη ενός αντικειμένου που ανέκαθεν χρησιμοποιούνταν για θρησκευτικούς σκοπούς.
Το πρώτο κομπολόι
Ξεκινάμε, λοιπόν, την αναδρομή μας στο παρελθόν και σταματάμε στο 500π.χ., στην αρχαία Ινδία. Εκεί εικάζεται ότι δημιουργήθηκε το πρώτο κομπολόι. Η ανάγκη του ανθρώπου να επικοινωνήσει με τον Θεό κάνοντας αμέτρητες προσευχές, πολύ συχνά μέσα στην μέρα, οδήγησε έναν μοναχό στην δημιουργία ενός εργαλείου μέτρησης προσευχών, το οποίο ονομάστηκε Μάλα. Η αρχική του μορφή ήταν 108 (συγκεκριμένος αριθμός προσευχών) κουκούτσια περασμένα σε ένα κορδόνι ενώ στο δέσιμο του είχε μία φούντα που έδειχνε την αρχή και το τέλος των προσευχών. Το αντικείμενο μέτρησης προσευχών που δημιουργήθηκε, απάλαξε τους πιστούς απο την έγνοια του μετρήματος και μπορούσαν να είναι απόλυτα προσηλωμένοι στην προσευχή τους.
Το Ελληνικό προσευχιτάρι
Το 1.000μ.χ. περίπου τα προσευχητάρια έφτασαν στην Ελλάδα. Οι μοναχοί του Αγίου όρους αντικαθιστούν τις χάντρες με μαύρους μάλλινους πλεκτούς κόμπους κατασκευάζωντας το κομποσκοίνι. Το έφτιαχναν με πενήντα τέσσερις κόμπους και στο τελείωμα του, έπλεκαν τις δύο άκριες ώστε να σχηματίζεται ένας σταυρός. Η μάλλινη αυτή γιρλάντα ονομάστηκε δεητικό στεφάνι της Παναγιάς. Οι περισσότεροι όμως την χαρακτήρισαν ως κομπολόι, επειδή οι προσευχόμενοι ακουμπώντας τον κάθε κόμπο έλεγαν και μία προσευχή. (>κόμπος + >λέγει = > “κομπολόγι”)
Η αρχή του κομπολογιού στην Ελλάδα
Η Ελλάδα είναι η μοναδική περίπτωση που το προσευχητάρι αποβάλει την αρχική θρησκευτική του ιδιότητα, και το μετατρέπει σε κομπολόι, το οποίο αποτέλεσε και αποτελεί μέχρι και σήμερα αντικείμενο διασκέδασης και μέσο χαλάρωσης. Η μετάλλαξη αυτή έγινε στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, όπου οι Τούρκοι αξιωματούχοι, της Ελλάδος κρατούσαν το “Τεσμπίχ”. Αυτό έμοιαζε με ένα παιχνίδι το οποίο αποτελούνταν απο κεχριμπαρένιες χάντρες, σφιχτά δεμένες η μια κοντά στην άλλη και πλούσια μεταξένια φούντα. Κρατώντας το επιδείκνυαν τον πλούτο, το κύρος και την εξουσία τους. Σταδιακά με τα χρόνια το παιχνίδι αυτό μεταμορφώθηκε σε κομπολόι. Ο Έλληνας με εφευρετικότητα μεγάλωσε το κενό ανάμεσα στις χάντρες και τους επέτρεψε να κυλούν ελεύθερα στο σχοινάκι και να χτυπούν η μια την άλλη, παράγοντας τον χαρακτηριστικό ήχο του κομπολογιού.